πρωτοπαθείᾳ

πρωτοπαθείᾳ
πρωτοπαθείᾱͅ , πρωτοπάθεια
primary affection
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπάθεια — primary affection fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπάθεια — η, ΝΑ [πρωτοπαθῶ] η ιδιότητα τού πρωτοπαθούς νεοελλ. ιατρ. αυτόνομη πάθηση η οποία δεν είναι επακόλουθο ή αποτέλεσμα άλλης νόσου …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπαθείας — πρωτοπαθείᾱς , πρωτοπάθεια primary affection fem acc pl πρωτοπαθείᾱς , πρωτοπάθεια primary affection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπαθειῶν — πρωτοπάθεια primary affection fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπάθειαν — πρωτοπάθεια primary affection fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”